- διασκεδαστικότητα
- [-ης (-εως)] η1) развлекательность; занимательность; 2) комичность, забавность, потёшность; 3) способность рассеивать, развлекать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασκεδαστικότητα — η το να είναι κανείς διασκεδαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τερπνότητα — η το να είναι κανείς τερπνός, διασκεδαστικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)